- νομικῶς
- νομικόςrelating to lawsadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
επίδικος — η, ο (AM ἐπίδικος, ον) αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση τού δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῡ κλήρου», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «επίδικο πράγμα» ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… … Dictionary of Greek
κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… … Dictionary of Greek
νομοθέσμως — (Α) επίρρ. κατά θεσμό νόμου, νομικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νομόθεσμος] … Dictionary of Greek
ՕՐԻՆԱԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 1034 Chronological Sequence: Unknown date, 8c Տ. ՕՐԻՆԱԿԱՆԱԲԱՐ. *Զոր եւ յառաջն իսկ ʼի ձեռն օրինացն զզատիկս օրինակապէս նշանակելով. Ճ. ՟Գ.: (Կայ եւ ʼի Դիոն. եկեղ. գրեալ՝ Օրինակապէս, որպէս օրինապէս. νομικῶς ) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия
ЗАКОН МОИСЕЕВ — [евр. греч. νόμος Μωυσέως], сообщенный Богом прор. Моисею свод предписаний и постановлений, регулирующий религ. и общественную жизнь народа Израиля и отдельных его членов. В ранних иудейской и христ. традициях и в церковной науке существует также … Православная энциклопедия
ЗВЕЗДИЦА — из т. н. Сионского клада. Сер. VI в. (Дамбартон Окс, Вашингтон Звездица из т. н. Сионского клада. Сер. VI в. (Дамбартон Окс, Вашингтон[греч. ἀστερίσκος; лат. stellula маленькая звезда], в христ. богослужении один из священных сосудов,… … Православная энциклопедия